Το πυροτέχνημα που ανάβει
σαν λαμπάκι φούρνου
που την γαλοπούλα ψήνει
σαν στρατός κατοχής
σε σώματα διψασμένα
επάνω σε παγωμένα
κρεβάτια
διάλειμμα απο το
ωράριο και
τις κουβέντες
με την συνάδελφο
που η γλώσσα της
αφρίζει όταν
σκέφτεται ειρηνικά
πρωινά και γελαστούς
καφέδες μετά τη βροχή
που πέφτει η γη επάνω της
και το τραίνο ανάμεσα
σφυρίζει
στις πουτάνες του δρόμου
δίπλα στο καφέ που κάποιος
κοιτάζει τον δρόμο
και σκέφτεται ταξίδια
και κομμένες σκηνές
απο το προσωπικό του φίλμ
που παίζει δαγκώνοντας
τα βράδυα κάτω απο τα
σκεπάσματα επάνω στα
σύννεφα ο θεούλης
μασάει μαργαρίτες
κοιτάζοντας
κοιτάζοντας
μέσα στα περιβόλια
και ζηλεύει αυτούς
που τα φροντίζουν
αυτούς που νοιάζονται για κάτι
η αυτούς που ξαγρυπνούν
κερνώντας τους κοιμισμένους
αστέρια.
σαν λαμπάκι φούρνου
που την γαλοπούλα ψήνει
σαν στρατός κατοχής
σε σώματα διψασμένα
επάνω σε παγωμένα
κρεβάτια
διάλειμμα απο το
ωράριο και
τις κουβέντες
με την συνάδελφο
που η γλώσσα της
αφρίζει όταν
σκέφτεται ειρηνικά
πρωινά και γελαστούς
καφέδες μετά τη βροχή
που πέφτει η γη επάνω της
και το τραίνο ανάμεσα
σφυρίζει
στις πουτάνες του δρόμου
δίπλα στο καφέ που κάποιος
κοιτάζει τον δρόμο
και σκέφτεται ταξίδια
και κομμένες σκηνές
απο το προσωπικό του φίλμ
που παίζει δαγκώνοντας
τα βράδυα κάτω απο τα
σκεπάσματα επάνω στα
σύννεφα ο θεούλης
μασάει μαργαρίτες
κοιτάζοντας
κοιτάζοντας
μέσα στα περιβόλια
και ζηλεύει αυτούς
που τα φροντίζουν
αυτούς που νοιάζονται για κάτι
η αυτούς που ξαγρυπνούν
κερνώντας τους κοιμισμένους
αστέρια.